- βαλιστίδες
- (ballistidae). Οικογένεια ψαριών που ζουν σε όλες τις τροπικές θάλασσες, κοντά σε κοραλλιογενείς υφάλους. Το μήκος του σώματός τους ποικίλλει από 25 έως 60 εκ., ενώ ο χρωματισμός τους μεταβάλλεται ανάλογα με το είδος (μπλε, κίτρινο, πράσινο κλπ.) Έχουν σώμα στρογγυλωπό που καλύπτεται από χοντρά και άγρια λέπια. Το δέρμα τους είναι πολύ σκληρό και αποτελεί πραγματικό θώρακα. Το κεφάλι τους είναι μεγάλο, με μικρό ρύγχος και πολύ μικρά μάτια στο επάνω μέρος του. Έχουν δυνατά δόντια με τα οποία συντρίβουν τα κοράλλια και τα κοχύλια (που αποτελούν και την τροφή τους). Το χαρακτηριστικό τους, στο οποίο οφείλεται και η ονομασία της οικογένειας, είναι ένα αγκάθι που βρίσκεται μπροστά από το ραχιαίο πτερύγιο και το οποίο σηκώνεται και επανέρχεται στη θέση του, όπως ακριβώς η κεραία της βαλλίστρας, αρχαίου πολεμικού μηχανήματος. Οι β. δεν μπορούν να κολυμπούν γρήγορα, καταφέρνουν όμως να μετακινούνται σε μεγάλες αποστάσεις επιπλέοντας σε θερμά ρεύματα της θάλασσας. Το κρέας τους είναι σπάνια εύγευστο και, στις περισσότερες περιπτώσεις, πικρό και επικίνδυνο γιατί προκαλεί δηλητηριάσεις. Τα ψάρια αυτά είναι περιζήτητα για τα ενυδρεία, επειδή έχουν ωραίους χρωματισμούς. Το σπουδαιότερο είδος της οικογένειας είναι ο βαλιστής, που ονομάζεται και γουρουνόψαρο εξαιτίας του ρύγχους του.
Το συγκεκριμένο ψάρι της οικογένειας των βαλιστιδών, είναι διαδεδομένο στις τροπικές θάλασσες· τα ζωηρά χρώματά του είναι μοιρασμένα σε ανοιχτές και σκούρες ζώνες (φωτ. Igda).
Dictionary of Greek. 2013.